- ξεσκολίζω
- ξεσκόλισα1. αποφοιτώ από το σχολείο: Ξεσκόλισαν και τα δύο μου παιδιά.2. η μτχ., ξεσκολισμένος, -η, -ο ο καταρτισμένος, ο πολύπειρος, ο πλήρης: Είναι ξεσκολισμένος σε εμπορικές δουλειές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.