ξεσκολίζω

ξεσκολίζω
ξεσκόλισα
1. αποφοιτώ από το σχολείο: Ξεσκόλισαν και τα δύο μου παιδιά.
2. η μτχ., ξεσκολισμένος, -η, -ο ο καταρτισμένος, ο πολύπειρος, ο πλήρης: Είναι ξεσκολισμένος σε εμπορικές δουλειές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεσκολίζω — και ξεσχολίζω 1. τελειώνω τη φοίτησή μου στο σχολείο 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσκολισμένος, η, ο (επιτιμητικά) πλήρως καταρτισμένος σε κάτι, πολύπειρος σε τεχνάσματα («είναι ξεσκολισμένος στις απάτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σχολείο] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκόλισμα — και ξεσχόλισμα, το [ξεσκολίζω] 1. η ολοκλήρωση τής σχολικής φοίτησης, η αποφοίτηση από το σχολείο 2. μτφ. (επιτιμητικά) απόκτηση μεγάλης πείρας, πλήρης κατάρτιση σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ξεσκολνώ — ξεσκόλασα, τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ, βλ. ξεσκολίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”